- ἠγορόωντο
- ἠγοράασθε, ἠγορόωντο: see ἀγοράομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἠγορόωντο — ἀγοράομαι meet in assembly imperf ind mid 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)